μοσχοτρόφος

μοσχοτρόφος
μοσχο-τρόφος, ον,
A rearing calves, PSI6.600 (iii B. C.), Hsch. s.v. τιθηνός: as Subst., PSI4.409.2 (iii B.C.), PCair.Zen.326.6 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοσχοτρόφος — μοσχοτρόφος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, μηλο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοτρόφος — rearing calves masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοτρόφια — μοσχοτρόφια, τὰ (Α) [μοσχοτρόφος] τόπος όπου τρέφονται μόσχοι …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”